- ξεστιαῖος
- ξεστ-ιαῖος, α, ον,A of a
ξέστης, μέτρον Gal.13.435
, cf. Phlp. in Mete.24.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξέστης, μέτρον Gal.13.435
, cf. Phlp. in Mete.24.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξεστιαίος — ξεστιαῑος, α, ον (Α) αυτός που περιέχει έναν ξέστη, που είναι ίσος με έναν ξέστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέστης «μονάδα μέτρησης στερεών και υγρών» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. πλεθρ ιαίος, ποδ ιαίος)] … Dictionary of Greek
ξεστιαίου — ξεστιαῖος of a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεστιαίῳ — ξεστιαῖος of a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)